Ένα διατηρητέο μεταβυζαντινό μνημείο ιδιαίτερης κομψότητας
Της Λίτσας Ι. Χατζηφώτη, αρχαιολόγου.
Σε απόσταση 4 χιλιομέτρων από το Άστρος Κυνουρίας, εντυπωσιακό προσκυνητάρι στον δρόμο καλωσορίζει στη Μονή Παναγίας Ελεούσας, φωλιασμένη σε αναδίπλωση του εδάφους, που σχηματίζει ήρεμη ρεματιά του Πάρνωνα, του λεγόμενου «Αγίου Όρους της Πελοποννήσου» κατά τους βυζαντινούς χρόνους, που της χαρίζει ό,τι κυρίως επιζητούν οι αναχωρητές: ησυχία και αποκοπή από τον κόσμο.
Η Μονή Παναγίας της Ελεούσας (Παλαιοπαναγιάς) βρίσκεται στην Β. Κυνουρία. Η ιστορία είναι, άγνωστο γιατί, πολύ φειδωλή στην αναφορά της σε αυτήν. Ο χρόνος ιδρύσεώς της δεν είναι ακριβώς γνωστός. Συγκρίσεις και παραβολές χρονολογιών και γεγονότων με πρόσωπα ή μνημεία της περιοχής ωθούν ορισμένους μελετητές να θεωρούν ότι η ίδρυσή της δεν ανάγεται πριν από τις αρχές του 17ου αιώνα ή τα τέλη του 16ου. Νεότεροι πιστεύουν ότι οι ιστορικές τύχες της και διάφορα θραύσματα παλαιοτέρων κτιρίων ενσωματωμένων στην τοιχοποιία του καθολικού δεν επιβεβαιώνουν αυτή την άποψη.
Στις αρχές του 17ου αι., λόγω προστριβών με τη γειτονική της Μονή Λουκούς, οι μοναχοί της έκτισαν σε άλλο σημείο, προς τον Άγιο Ιωάννη, νέο μοναστήρι αφιερωμένο στην Αγία Τριάδα, προσθέτοντας το προσωνύμιο «Ελεούσα» και μετατρέποντας το υπάρχον σε μετόχι της. Αποτέλεσμα ήταν να προκύψουν κατόπιν προβλήματα στις δραστηριότητες και τις κτηματικές τους διεκδικήσεις.
Η καινούργια μονή είχε εσωτερικά προβλήματα. Η ονομασία της με τον μισό τίτλο της «παλαιάς» υποδηλώνει ότι η πρώτη δεν εγκαταλείφθηκε ποτέ τελείως, αλλά ότι ορισμένοι μοναχοί, για άγνωστους λόγους, επέστρεψαν στην Παλαιά Παναγία -Παλαιοπαναγιά, συνεχίζοντας τη λειτουργία της και ανασυστήνοντας, άγνωστο πότε, στο μετόχι την παλαιά μονή, που εμφανίζεται και πάλι στην ιστορία ως Παλαιοπαναγιά. Τα αρχεία των δύο μονών καταστράφηκαν κατά τις αλλεπάλληλες περιπέτειες της εθνικής μας ζωής. Για όλη τη διάρκεια του 17ου αι. δεν υπάρχουν πληροφορίες. Μόνον κατά την Ενετοκρατία στα αρχεία της Βενετίας εντοπίζονται κάποια στοιχεία.
Όταν επέστρεψαν οι Τούρκοι το 1715, η Μονή Αγίας Τριάδος, όπως και πολλά άλλα μοναστήρια, υπέστη τρομακτική καταστροφή από τις άγριες επιδρομές τους και σχεδόν διαλύθηκε. Έως τα Ορλωφικά (1770), έγιναν προσπάθειες να ανασυγκροτηθεί. Τότε ίσως να εγκαταστάθηκαν στην Παλαιοπαναγιά ορισμένοι από τους μοναχούς της Αγίας Τριάδος, που είχαν διασκορπισθεί. Ύστερα από την καταστροφική θύελλα των Ορλωφικών, φαίνεται ότι τα δύο μοναστήρια συνυπήρξαν για ένα διάστημα, όπως υπονοεί ακιδογράφημα σε τοίχο του καθολικού της Αγίας Τριάδος. Η νεοσύστατη το 1612 Μονή της Αγ. Τριάδος τελείωσε άδοξα την ιστορική διαδρομή της το 1835. Διαλύθηκε και μετατράπηκε εκείνη σε μετόχι της παλαιότερης μονής. Από όλο το συγκρότημα διατηρείται μόνον το καθολικό της, ναός τύπου εγγεγραμμένου σταυρού με τρούλο. Η εξαίρετη αγιογράφησή του θεωρείται κατά τον Τ. Γριτσόπουλο έργο του Δημ. Κακαβά.
Η Μονή Παναγίας Ελεούσας, με τη μετονομασία σε Παλαιοπαναγιά, που επιβιώνει έως σήμερα, πυρπολήθηκε το 1826 από τον Ιμπραήμ. Το 1832 αναφέρεται ότι είχε τρεις μοναχούς, δύο δοκίμους και τέσσερις εργάτες και βοσκούς. Σε υπηρεσιακό πίνακα του Κράτους περί των ηγουμένων, του 1834, ο ηγούμενος της Παλαιοπαναγιάς Νικόδημος Καπαρούκας χαρακτηρίζεται ως «ο ευθύτερος, ο φιλεργότερος και ο αφιλόκερδος από όλους τους ηγουμένους».
Μεγάλο μέρος της περιουσίας της παραχωρήθηκε το 1952 στο Κράτος υπέρ των ακτημόνων. Παράλληλα, για τις ανάγκες των κατοίκων χωριών της περιοχής παραχωρήθηκαν και άλλες εκτάσεις, όπως πέντε στρέμματα στο σημείο όπου βρίσκονται οι πηγές από τις οποίες υδρεύεται η κοινότητα Μελιγούς. Το 1999, έπειτα από πολλές δυσκολίες και εμπόδια που προέβαλαν κάτοικοι της περιοχής, αξιοποιήθηκαν με ενέργειες του Σεβ. Μητροπολίτη κ. Αλεξάνδρου τα 300 στρέμματα του γερασμένου ελαιώνα με καλλιέργειες πυρηνόκαρπων δένδρων.
Το 1990, μετά τον θάνατο του τελευταίου ηγουμένου και μοναχού Ανθίμου Ευείδη, η μονή εγκαταλείφθηκε. Λίγο μετά μετατράπηκε σε γυναικεία. Πρώτες μοναχές η Ευγενία και η Ανθούσα. Προστέθηκε αργότερα η μοναχή Μαριάμ, η σημερινή ψυχή της.
Με υπουργική απόφαση, η μονή χαρακτηρίσθηκε ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο με ζώνη προστασίας εκατό μέτρων γύρω του, διότι αποτελεί αξιόλογο δείγμα της μεταβυζαντινής μοναστηριακής αρχιτεκτονικής. Το καθολικό, αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου, είναι σταυρεπίστεγος τετρακιόνιος ναός, έχει εξωτερικές διαστάσεις 12,40×9,08 μ. και ανοικοδομήθηκε εκ βάθρων το 1814. Παλαιότερα είχε και νάρθηκα, του οποίου την ύπαρξη ελάχιστα λείψανα υποδηλώνουν σήμερα. Η τοιχοποιία του είναι προσεγμένη αργολιθοδομή με ιδιαίτερη φροντίδα στον τρούλο, όπου είναι διάσπαρτο αρχαίο υλικό σε δεύτερη χρήση. Εντύπωση προκαλεί στον προσκυνητή η κομψότητα του οικοδομήματος, καθώς έχει πρόσφατα καθαρισθεί και συντηρηθεί, ενώ καλλωπιστικά φυτά κάθε εποχής δημιουργούν αίσθηση ηρεμίας, με διάχυτη την εικόνα της φροντίδας και του νοικοκυριού. Στις τρεις πλευρές του συγκροτήματος (εκτός της ανατολικής) υψώνονται διώροφα κτίρια με χώρους κελιών, παρεκκλησίων και άλλων χρήσεων.
Το μυστήριο με τις τοιχογραφίες
Στο εσωτερικό δεν υπάρχουν τοιχογραφίες και είναι πιθανό ότι ποτέ δεν είχε. Φέρει αξιόλογο συντηρημένο τέμπλο και ωραίες φορητές εικόνες, από τις οποίες μνημονεύουμε εκείνες των Αγίων Πάντων, έργο του Γρηγορίου του Κρητός (1823), του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, έργο του Ευστρατίου Κυδωνιάτου (1823), του Τιμίου Προδρόμου (1823), του Αγίου Νικολάου (1823 Δέησις του δούλου του Θεού Νικοδήμου Ιερομονάχου). Ενδιαφέρουσα η εικόνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο δεξιό προσκυνητάρι, με την ένδειξη «Δέησις του δούλου του Θεού Ιωάννου Εντρνελή τω αωιζ΄ χειρ Πέτρου Βάλβη του Κρυτός», και η ωραία εικόνα της Παναγίας Βρεφοκρατούσας στο αριστερό, έργο και αυτή του Ευστρατίου Κυδωνιάτου, με χρονολογία 15 Μαΐου 1831.