Την τελευταία μέρα του Φλεβάρη, νωρίς το μεσημέρι, κόσμος συγκεντρώνεται στην πλατεία του χωριού, κρατώντας στα χέρια τους κουδούνια, τσοκάνια και τροκάνια με λαιμαργιές και ξεκινώντας απο ‘κει με τα παιδιά στην κορυφή της πομπής, γύριζει στους δρόμους και στα σοκκάκια του χωριού, χτυπώντας τα κουδούνια και τα τροκάνια, σταματώντας ανά δύο-τρία σπίτια, και απαγγέλλοντας με ρυθμικό σκοπό την εξής μαγική επωδή:
Έξω, ψύλλοι, ποντικοί,
μέσα, Μάρτης και χαρά,
κόψαν του Φλεβάρη την ουρά.
Περιφέρονται στο χωριό και εξορκίζοντας τα κακά που επιβουλεύονταν τα σπίτια και την παραγωγή του, τα παιδιά κατέληγουν στην κάτω βρύση, στην έξοδο του χωριού, απ’ όπου έδιωχναν συμβολικά και πρακτικά όλα τα επιβλαβή στοιχεία που απειλούν τον κατοικημένο χώρο του.
Για τις «υπηρεσίες» της κάθαρσης του χωριού, οι συμμετέχοντες δεν λάμβαναν κάποιαν αμοιβή.
Όπως και σε άλλα μέρη της Ελλάδας, στο Δάρα τα παιδιά έδεναν – και δένουν – κόκκινη κλωστή στο χέρι τους, ως προφύλαξη από τον επικίνδυνο μαρτιάτικο ήλιο. Την κόκκινη αυτή κλωστή, όταν έφτανε η ώρα, την κρεμούν στη σούβλα όπου ψήνεται ο λαμπριάτης, το αρνί του Πάσχα. Αυτή η κλωστή δένεται στον καρπό των συμμετεχόντων στο έθιμο μετά το τέλος της πορείας στους δρόμους του χωριού.
Ο τελετουργικός αποχαιρετισμός του Φλεβάρη αποτελεί διαβατήρια τελετουργία, μέσω της οποίας οι άνθρωποι της υπαίθρου, εξαρτώμενοι, καθώς ήσαν, από μιαν αγροτο-κτηνοτροφικού τύπου παραγωγή και φοβούμενοι κάθε πιθανή βλαπτική επιβουλή εναντίον της, επιζητούσαν να εξασφαλίσουν την ευτυχία της νέας περιόδου κατ’ αρχάς, με τον καθαρμό και τον εξαγνισμό του βιωτικού τους χώρου, των σπιτιών και του χωριού τους.
Σε όλους τους πολιτισμούς, ο κύκλος της ζωής και ο κύκλος του έτους, σημαδεύεται από ορόσημα μετάβασης από την μία κατάσταση ή από τη μία περίοδο στην άλλη. Αυτές είναι οι διαβατήριες τελετουργίες, που χαρακτηρίζονται από συμβολικές ενέργειες αποχωρισμού, μετάβασης και ενσωμάτωσης στη νέα κατάσταση – σύμφωνα με τη θεωρία του Γάλλου εθνολόγου Arnold van Gennep. Οι άνθρωποι του αγροτικού χώρου έπρεπε να «αποχωριστούν», και συμβολικά, από τον Φλεβάρη/ χειμώνα, με τη νέκρωση της παραγωγής που αντιπροσώπευε. Με τον εθιμικό αγερμό, την ομαδική, δηλαδή, τελετουργική αποπομπή του από τα παιδιά, παραδοσιακούς φορείς καλής τύχης και καθαρμού στις διαβατήριες τελετουργίες, ο «αποχωρισμός» επιτυγχάνεται με τους ήχους των κουδουνιών και των τροκανιών, αλλά και με τα λόγια της επωδής: «κόψαν του Φλεβάρη την ουρά».
Η «μετάβαση» στη νέα, επιθυμητή κατάσταση της άνοιξης, της αναγέννησης της φύσης, της παραγωγής και των γεννημάτων, εκφράζεται μέσα από το «πέρασμα» των παιδιών από τα σοκκάκια του χωριού. Η «ενσωμάτωση» στη νέα κατάσταση επέρχεται μετά από τον εξορκισμό των ελλοχευόντων απειλών της υγείας και της παραγωγής, των ζωυφίων και των ποντικών, και τη συμβολική τους εκδίωξη και απόρριψη στην έξοδο του χωριού, στην κάτω βρύση, σημείο υδάτινου καθαρμού και εξαγνισμού που διαχωρίζει συμβολικά τον κατοικημένο και ευλογημένο χώρο του χωριού από τον ακατοίκητο και γεμάτο μεταφυσικούς κινδύνους χώρο.
Το έθιμο της αποπομπής του Φλεβάρη, που απηχεί πανάρχαιες δοξασίες συνδεδεμένες με την αγροτική ζωή και παραγωγή, μοιάζει με παρόμοια διαβατήρια και καθαρτήρια έθιμα που τελούνταν σε άλλα μέρη της Ελλάδας στο παρελθόν.
Αλλά ποια είναι η λειτουργία και η σημασία αυτού του εθίμου σήμερα, που πλέον δεν υπάρχει φόβος τέτοιων δυσάρεστων εχθρών και που η ζωή των ανθρώπων της υπαίθρου πολύ λιγότερο εξαρτάται από την ευόδωση της αγροτικής παραγωγής; Και όμως, το έθιμο έχει ακόμη τη σημασία του, που δεν είναι τόσο μεταφυσική, αλλά κοινωνική, πλέον: Φέρνει κοντά τους νέους που συμμετέχουν στην εφαρμογή του, και ενισχύει κοινωνικά και ψυχολογικά την κοινότητα μέσα στους κόλπους της οποίας διεξάγεται, την κοινότητα, δηλαδή, των απανταχού Δαραίων, τόσο των κατοίκων του χωριού, όσο και της διασποράς του στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Εξάλλου, όπως επισημαίνει ο καθηγητής της Λαογραφίας, Μιχάλης Μερακλής, « … υπάρχει κάτι που, αν δεν γεννάει τα έθιμα, τα συντηρεί. Υπάρχει κάτι, που δεν βρίσκεται στο περιεχόμενο, αλλά σ’ αυτή την ίδια τη μορφή των εθίμων. Πρόκειται για τη γοητεία του τελετουργικού, παραστατικού, θεαματικού εθίμου, για τη διάσταση της γιορτής, που υπάρχει στην τέλεση ενός εθίμου».